- αμετεώριστος
- ος , ον прочный, устойчивый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμετεώριστος — η, ο (Α ἀμετεώριστος, ον) [μετεωρίζω] αυτός που δεν μετεωρίζεται, ασάλευτος, ακλόνητος, σταθερός … Dictionary of Greek
αμετεώριστος — η, ο αυτός που δεν ταλαντεύεται, σταθερός: Στις αποφάσεις του ήταν βραδύς, αλλά αμετεώριστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ԱՆԶԲԱՂ — ( ) NBH 1 0143 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 10c, 12c ա.մ. ἁμετεώριστος constans, intentus Ազատ ʼի զբաղանաց. ոչ ցնդեալ. հանդարտ. անզբօս. գրի եւ ԱՆԸՍԲԱՂ. չցնդած, անշփոթ. ... *Անզբաղ ունիցի զտեսութիւն ... Անզբաղ կալցի զմիտսն: Որպէս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՆԶԲՕՍ — ( ) NBH 1 0143 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 10c, 12c ա. Նոյն է ընդ ԱՆԶԲԱՂ. (լծ. եւ յն. անբէրի՛սբաստօս ոչ այսր անդր ձգձգեալ). Ազատ իբր ʼի զբօսանաց ալեաց. անխռով. հանդարտ. ... ἁπερίσπαστος, ἁμετεώριστος non distractus *Վասն անզբօս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)